- αναγλείφομαι
- αναγλείφτηκα, γλείφω τα χείλια μου στη θέα ή τη σκέψη ορεχτικού φαγητού, λιγουρεύω: Στο αντίκρισμα των ορεχτικών φαγητών αναγλειφόταν.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.